ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΘΕΜΑΤΑ ,ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΓΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΕ ΟΤΙ ΠΟΙΟ ΝΕΟ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

Εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα με την στολή μου....

Από μικρός, εκεί στο χωριό μου, είχα έναν σεβασμό στους ανθρώπους της αστυνομίας, αν και εκείνα τα χρόνια η εικόνα της ήταν ακόμη άγουρη σε ό, τι αφορά το ρόλο και την αντίληψη της προσφοράς της στην Ελληνική επαρχία. Όσο μεγάλωνα είχα μια μουδιασμένη αίσθηση για τους αστυνομικούς, δεν είχαμε και κανέναν αστυνόμο στο συγγενικό μας περιβάλλον κι έτσι έβλεπα από μακριά τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά τους.

Τους αισθανόμουν αυστηρούς, απερίσκεπτους πολλές φορές, αλλά και πολύ φιλικούς άλλες. Εκτός του ότι άρχισα να μεγαλώνω και να καταλαβαίνω καλύτερα τους ανθρώπους και τις λειτουργίες των υπηρεσιών τους μέσα στη ζωή, άρχισα να γνωρίζω πολλούς αστυνομικούς που κάποιοι γίνανε και στενοί φίλοι μου.

Έτσι άρχισα να κατανοώ τη ζωή και τις αγωνίες αυτού που έπρεπε να βάζει τη ζωή του μπροστά σε όλη την κοινωνία, ώστε να κοιμάται ήσυχη, όντας αυτό ταυτόχρονα εργασία και λειτούργημα μαζί και το λέω αυτό γιατί εκεί πιστεύω πως ξετυλίγεται η αλήθεια της δυσκολίας της πορείας ενός αστυνομικού. Στο να φορτώνεται στους ώμους του όχι μόνον την επαγγελματική του υποχρέωση να επιτηρεί την τάξη και την ασφάλεια, αλλά, να ενεργοποιεί ταυτόχρονα και την φιλάνθρωπη διάθεσή του.

Να μην τρέχει με ζέση δηλαδή στην υπεράσπιση της ακεραιότητας του δίκαιου πολίτη και της ασφάλειάς του γιατί τον καλεί η υπηρεσία, αλλά, πιο πολύ γιατί τον καλεί η ανθρωπιά του. Εκεί θεωρώ, πως εμείς, οι έξω από την αστυνομία, είμαστε άδικοι με τους ανθρώπους αυτούς, της δημόσιας τάξης, αν σκεφτεί κανείς έτσι απλά, ο, τι δεν πληρώνεται αυτή η ανεκτίμητη υπηρεσία, ούτε με τους δεκαπλάσιους μισθούς που παίρνουν, θα καταλάβει πως οι καρδιές μας θα πρέπει να ζεσταθούν, όπως και να νιώσουν εμπιστοσύνη προς την αποστολή τους να σχεδιάζουν και να φέρνουν σε πέρας τις επιχειρήσεις της υπηρεσίας τους.

Λίγη ζεστασιά και αναγνώριση είναι η δική μας αμοιβή σε αυτούς, πιστεύω όμως πως το πιο απαραίτητο στοιχείο για την ορθή λειτουργία του λειτουργήματός τους, είναι να τους έχουμε εμπιστοσύνη.

Οι λάθος άνθρωποι υπάρχουν σε όλους τους χώρους, δεν είναι σωστό, δεν είναι δίκαιο να προτρέχουμε σε κρίσεις χαρακτηρίζοντας την υπηρεσία και την αποτελεσματικότητά της λανθασμένη.

Παρότι είναι ίσως από τις ελάχιστες υπηρεσίες-θεσμούς που δεν έχουν αναδιαρθρωθεί και οι συνάνθρωποί μας αυτοί, παλεύουν να φέρουν σε πέρας δουλειές πολλών, ενώ είναι λίγοι και μάλιστα εκτός από τη στεναχώρια τους να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν στις τεράστιες απαιτήσεις των καιρών ενταγμένη σε ένα παλιό σύστημα που λειτουργούσε για πολύ λιγότερες ανάγκες, να δέχονται και την κατηγορία της ανετοιμότητας.

Αυτό βέβαια δεν πρέπει να αναπαύει αυτούς που δεν νοιάζονται για τον συνεπή και υπεύθυνο ρόλο της αστυνομίας μας, όντας αστυνομικοί, ας πονέσουν λίγο παραπάνω και ας φροντίσουν για το καλό του σώματος να κάνουν αυτό που τουλάχιστον είναι υποχρεωμένοι και σιγά, σιγά ας ζεστάνουν τις καρδιές τους και για το συνάνθρωπο.

Ο ρόλος της κοινωνίας μας και η συνοχή της αισθάνομαι πως στηρίζονται σε κάποιες λέξεις που εκφράζουν το κλειδί της αρμονίας της. Λέξεις όπως: αγάπη, μακροθυμία, συγχώρεση, συνεργασία, κατανόηση, συμπόνια, υπομονή και άλλες τόσο χρήσιμες και λειτουργικές εκφράσεις λόγου και συμπεριφοράς.

Θα προσπαθήσω να μπω λοιπόν για λίγο στη θέση, στην ψυχή και το σώμα ενός αστυνομικού, θα φτιάξω μια δική μου ιστορία, με απλά, πολλές φορές, και καθημερινά γεγονότα στη ζωή αυτών των συνανθρώπων μας, θα αναφέρω κάποια από τα πολλά που υπάρχουν σε μια υπηρεσία του για να δω τι γεύση θα μου αφήσει στο τέλος η εμπειρία του να είσαι για μια βάρδια αστυνομικός.

Είμαι σε υπηρεσία και η δουλειά μου είναι να επιτηρώ και να παρέχω ασφάλεια στους ανθρώπους γύρω μου, μέσα σε ένα συγκεκριμένο ωράριο υπό αμοιβή, με τη στολή, την ετοιμότητα, την εκπαίδευση, την προϋπηρεσία και την πλήρη υποταγή μου στο σώμα που άνοιξε την αγκαλιά του να με εμπιστευτεί στους κόλπους του εδώ και χρόνια. Στο μυαλό μου γυρίζουνε πολλές σκέψεις, βλέποντας για άλλη μια μέρα μέσα στον κόσμο την κοινωνία και τις συμπεριφορές της.

Τον τελευταίο καιρό τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν πληγώσει την εικόνα και το ρόλο της υπηρεσίας μας. Αυτές τις μέρες έχουν κάνει πολλές επιθέσεις σε τμήματά μας, τόσοι που περνάνε γύρω μου άραγε τι σκέφτονται για μένα, μια κακή σκέψη περνά από το μυαλό μου και θέλω να τη διώξω, "…όχι μην κάνεις τέτοιες σκέψεις λέω στον εαυτό μου, δεν υπάρχει κίνδυνος, άλλωστε όλες αυτές οι επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα άλλο στόχο έχουν να μας δείξουν…".

Έχει πολύ ζέστη σήμερα, είναι ανυπόφορο να φοράω όλα αυτά τα ρούχα με 30 βαθμούς αλλά, δεν μπορώ να βγάλω τίποτα γιατί δεν έχει έρθει ακόμη η αλλαγή της θερινής στολής, τα ίδια πάθαμε και το φθινόπωρο, δεκαπέντε μέρες ήμουν στο κρεβάτι μετά από εκείνο το κρύωμα που άρπαξα μέσα στο αγιάζει με τη θερινή στολή, μήπως και με τη χειμερινή καλύτερα ήταν με μείον 15 το Φλεβάρη;

Έλα όμως τώρα, ας μη γίνω γκρινιάρης, πόσοι συνάνθρωποί μου θυσιάζονται σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες; τέλος πάντων δεν είμαστε και κάθε μέρα έτσι. Άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου, ήταν όλοι τόσο καλοί, αλλά και σκοτισμένοι με τόσα στο μυαλό τους, πήγα στο περιπολικό για λίγο μια και με καλούσε το κέντρο, "… Β 735 από κέντρο ακούει παρακαλώ;…", "… διαβιβάστε παρακαλώ…", " … μεταβείτε παρακαλώ Αλαμάνας 132, επαναλαμβάνω, Αλαμάνας 132, γίνονται επεισόδια με διαδηλωτές και αναρχικούς που έχουν σπάσει τζαμαρίες και καίνε αυτοκίνητα, εντοπίστηκε όχημα που κινούμενο καίει κάδους γύρω από την περιοχή, Ίσκιος, Ύμνος, Τίγρης 3245, προσοχή παρακαλώ κατέχουν όπλο…", "… ένα τέσσερα κέντρο…".

Μπαίνω βιαστικά μέσα στο περιπολικό και κατευθύνομαι προς τα εκεί, δεν ξέρω γιατί, όμως, αυτή τη μέρα αισθανόμουν κάπως αλλιώς, σαν να είναι πιο ελαφρύ το σώμα μου, πιο ευέλικτο κι αυτό μου άρεσε.

Αναμένω στο παρακάτω φανάρι, δύο νεαροί με χλευάζανε και μάλιστα διέκρινα σχεδόν τα λόγια τους από τα κλειστά τζάμια που με βρίζανε, θα μπορούσαν, σκέφτηκα, να ‘ναι αυτοί που κινδυνεύανε και να έτρεχα εκεί για να τους σώσω, για μια στιγμή ένιωσα θυμό, ένιωσα θύμα όλων αυτών που καλοστημένα με βάλανε σε αυτό το παραμύθι, επιτέλους τι θέλουν αυτοί που μου ορίσανε να κάνω αυτή τη δουλειά ; τι θέλουν αυτοί που περιμένουν από μένα τις υπηρεσίες μου για την προστασία τους ;

Αμήχανα, αλλά κλειδωμένος στην ευθύνη μου να εναρμονίζω την ασφάλεια των ανθρώπων γύρω, έτρεξα να βρεθώ στον τόπο που με καλούσανε σε βοήθεια. Πλησιάζοντας χτυπάει το κινητό μου, ήταν η γυναίκα μου που ήθελε να με ρωτήσει τι ώρα εν τέλει θα γυρίσω σπίτι, ώστε να δει που θα αφήσει τα παιδιά, μια και η ίδια δούλευε με κυλιόμενο ωράριο μέχρι και τα Σάββατα.

"… Ελένη δεν μπορώ να σου μιλήσω…", της είπα και μια μολότοφ έπεσε σχεδόν δίπλα από το περιπολικό μου. Έριξα το κινητό μου βίαια κάπου μέσα στο όχημα και βγήκα έξω να αντιμετωπίσω την κατάσταση, γύρω καπνοί, φωτιές και κόσμος να περιφέρεται φοβισμένος, σποραδικά διάφοροι αναρχικοί καταστρέφανε την περιουσία μας. Ήμασταν σε πλήρη συντονισμό με το κέντρο, είχανε καταφθάσει ήδη άλλα τρία περιπολικά με συναδέρφους και στήσαμε μια επιχείρηση καταστολής των γεγονότων.

Μπήκα μέσα στους καπνούς με το όπλο στα χέρια, στο δρόμο ήταν πεσμένοι δύο άνθρωποι με αίματα στο σώμα τους, ήταν διαδηλωτές σε αυτή τη διαδήλωση και βρήκανε την ευκαιρία και κάποιοι αναρχικοί να μπλεχτούν μαζί τους ώστε να κάνουν καταστροφές. Τους είχανε χτυπήσει άγρια οι αναρχικοί αυτούς τους δύο, γιατί δεν θέλανε να συνεχίσουνε σε καταστροφές μαζί τους ενώ οι διαδηλωτές τους καλούσανε σε καταστολή. Λίγο πιο πέρα, άλλος ένας περαστικός, τον είχανε πυροβολήσει στο πόδι από λάθος ενώ περνούσε από κει, εκλιπαρούσε σε βοήθεια.

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά στέλνοντας μπόλικο αίμα στο σώμα μου, ένιωθα ένα κάψιμο στα μάτια μου από τον πυκνό καπνό, έβαλα το πιστόλι στη θήκη του και προσπαθούσα να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου που με μάτια ταπεινά και πονεμένα περίμεναν από εμένα. Η καρδιά μου ράγισε, οι δυνάμεις μου γίνανε πολλαπλάσιες σαν από θαύμα, τελικά την δύσκολη ώρα η πίστη στον ευατό μας, μας κάνει θηρία, ανακάλυψα όμως πόσο ολοκληρωμένα και αρμονικά γίνεται κανείς σιδερένιος ιππότης με την ευλογία του Θεού όταν προσφέρει την βοήθεια στον συνάνθρωπό του. Όρμηξα με αποφασιστικότητα και έκανα ο, τι μπορούσα καλύτερο, δύο ασθενοφόρα ήταν 200 μέτρα έξω από τον πυρήνα των γεγονότων.

Πήρα στην πλάτη μου τους πρώτους δύο, τα χέρια μου κρατούσαν σφιχτά την μόνη ελπίδα της σωτηρίας της ψυχής μου, που απλόχερα μου δινόταν μια αχτίδα της μέσα από τα πονεμένα σώματα και τα δακρυσμένα μάτια των ανθρώπων που μετέφερε. Έφτασα και γύρισα πίσω να φροντίσω τον άλλον άνθρωπο, ήταν σχεδόν λιπόθυμος μετά από τόσο αίμα που έχασε, χίμηξα με ανέκφραστη συμπόνια και τον πήρα στα χέρια μου, έτρεχα να προλάβω, σκεφτόμουν μήπως κι άλλοι είχανε την ανάγκη μου.

Με καλούσανε από το κέντρο, έπρεπε να συντονιστώ μαζί τους. "… Β 735 το ένα έντεκα παρακαλώ…", "… κέντρο, Αλαμάνας 38, στο δρόμο προς βοήθεια αιμοραγούντων…", "… προχωρήστε στην παράλληλη οδό που βρίσκεστε Βαλαωρίτου 32 στο δεύτερο όροφο έχουν ανέβει οι ένοπλοι δράστες, η Κυρία Γεωργιάδου είναι η καλούσα, η οποία λέει πως τους ακούει να μετακινούνται στο κλιμακοστάσιο, έχουνε μπει μάλιστα σε κάποιο διαμέρισμα, αλλά, δεν μπορεί να εντοπίσει σε ποιο, παρακαλώ όπως μεταβείτε εκεί για εξακρίβωση και σύλληψη των καταζητούμενων, ιδιαίτερα μέτρα αυτοπροστασίας…", "…ελήφθη κέντρο…".

Τρέχω και φτάνω σε λίγο στην είσοδο της πολυκατοικίας, χτυπάω το κουδούνι με το όνομα Γεωργιάδης, μου ανοίγουν, βγάζω το πιστόλι και το σφίγγω γερά και σταθερά στα χέρια μου, στέκομαι για λίγο να ακούσω που βρίσκονται, εκείνη την ώρα έρχονται άλλοι δύο συνάδελφοι και στήνουμε την επιχείρηση σύλληψής τους.

Ο ένας πήρε το ασανσέρ, ο άλλος κάθισε στην είσοδο κι εγώ ανέβαινα τις σκάλες. Όσο ανέβαινα οι κάτοικοι έντρομοι στέκονταν πίσω από τις πόρτες χωρίς να βγάζουνε άχνα. Για μια στιγμή αισθάνθηκα τόσο εκτεθειμένος και ανασφαλής, αλλά, σύντομα ξαναπήρα θάρρος και προχώρησα προς τα επάνω διαμερίσματα.

Στον τέταρτο όροφο άκουσα ένα θόρυβο ποδιών πολύ κοντά μου, κόλλησα αμέσως στον τοίχο και πίεσα με την πλάτη μου το διακόπτη φωτισμού. Όταν άναψε το φως ήταν και οι δύο με τα όπλα τους στον κρόταφό μου, τα μάτια τους ήταν κόκκινα, ήταν ένας νεαρός γύρω στα 24 και ένα μεγαλύτερος γύρω στα 37, είχανε βγάλει τις κουκούλες, η θέση μου ήταν κακή μια και είχα δει τα πρόσωπά τους, στέγνωσε το στόμα μου, μούδιασα. Με πήρανε μέσα σε ένα διαμέρισμα που είχανε ήδη διαρρήξει, ενώ οι ένοικοί του καθόντουσαν παγωμένοι με τα μάτια τους σφιχτά να με κοιτάζουν εκπέμποντας βουβά βοήθεια.

Με ακινητοποίησαν, αφού είδα πως δεν μπορώ να κάνω κάτι, ελπίζοντας στην άμεση βοήθεια των συναδέρφων που βρισκόντουσαν στην οικοδομή, πέταξα με μια απότομη κίνηση το όπλο μου από το μπαλκόνι σπάζοντας τη τζαμαρία. Έχασα σχεδόν την αναπνοή μου από τον τρόπο που με σφίξανε στο λαιμό και το στήθος ώστε να με καθηλώσουν.

Ήταν 8 και 20 περίπου το βράδυ, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή, μετά από κάποια λεπτά σιωπής και αμηχανίας στην ατμόσφαιρα, με πατήσανε βίαια προς τα κάτω να ξαπλώσω στο πάτωμα αλλά, έτσι όπως με ρίξανε κάτω έπεσα πάνω στο τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης και ενεργοποίησα την έντασή της.

Την παγωμένη σιωπή αντικατέστησαν οι φωνές των δημοσιογράφων και των καλεσμένων πολιτικών που πασχίζανε να βάλουνε "τάξη" στην ανεύθυνη Ελληνική αστυνομία, μέσα από το δελτίο ειδήσεων. Γύρισα το βλέμμα μου και με απορία άκουσα να μαλώνουν δύο πολιτικοί γιατί λέγανε πως οι αστυνομικοί φταίνε για ότι γίνετε στραβό στη δημόσια τάξη, ο δημοσιογράφος μάλιστα εκφραζόταν σχεδόν ειρωνικά για το αν οι αστυνομικοί κάνουν κάτι για να βγούνε από την καλοπέραση και την ανευθυνότητά τους.

Είχανε μάλιστα κι έναν συνάδερφο συνδικαλιστή ο οποίος μόλις πήγαινε να αρθρώσει κουβέντα υπεύθυνη δεν τον αφήνανε να την ολοκληρώσει, μια σύγχυση, μια ασάφεια, ελπίδα πουθενά, άκουγα συνεχώς στην τηλεόραση να λένε :".. οι αστυνομικοί φταίνε γιατί είναι δειλοί..", "…δεν κάνουν τίποτα για την ασφάλειά μας…", "…δεν θέλουμε τέτοια αστυνομία…".

Βούρκωσαν τα μάτια μου, τα δύο πιστόλια πίεζαν τους κροτάφους μου και στιγμή, προς στιγμή θα κόβανε το νήμα στο οποίο θα συνέχιζα να πατώ, να βαδίζω, να δίνω το παρόν μου σε αυτή τη ζωή, οι κακοποιοί γύρισαν αργά τα κεφάλια τους με αυτά που ακούγανε και για μια στιγμή χαλάρωσαν την πίεση των όπλων στο κεφάλι μου, τα μάτια τους γίναν πιο απλά, λίγο πιο ήρεμα.

Τι ειρωνεία σκέφτηκα, ακόμη και τη ζωή μου να έδινα μπροστά στις κάμερες δεν θα συγκινούσα κανέναν από όλους αυτούς που πήγαιναν ως καλεσμένοι για να "βάλουν σε τάξη" την δημόσια τάξη, όμως εγώ είχα τάξει τη ζωή μου και την αποστολή μου προς το κοινό όφελος και την διασφάλιση της ασφάλειάς του. Αυτό μου έδωσε ξανά νόημα και κουράγιο μέσα σε αυτή την μπερδεμένη ατμόσφαιρα.

Για μια στιγμή δεν ήξερα αν ήθελα την απόλυτη σιωπή της απειλής των όπλων, ή την παρουσία έστω μιας, όχι τόσο άμεσα επικίνδυνης, αλλά θλιβερής και απερίσκεπτης ατμόσφαιρας από τους γύρω μου που εξέπεμπε η τηλεόραση.

Με πήρε το παράπονο, εκείνη την ώρα σκέφτηκα την οικογένειά μου, τα παιδιά μου που με τα αθώα μάτια τους τη στιγμή εκείνη θα κοιτάζανε αμέριμνα κάπου χωρίς να ξέρουν ότι ο μπαμπάς μπορεί να μην ξαναγυρίσει, σκέφτηκα τη μάνα μου που άδικα με ανύποτο πόνο θα έχανε το νόημα της ζωής της, σκέφτηκα τους καλούς μου φίλους, τους δικούς μου κολλητούς που θα έσκιζα την καρδιά τους με το μοιραίο τέλος.7

Αισθάνθηκα αποτυχημένος, το μόνο που διαπερνούσε τις μουδιασμένες μου αισθήσεις ήταν ένα στερνό αμυδρό απομηνάρι της παρουσίας της ψυχής μου και της συγγένειας της με τον δημιουργό της, το σώμα μου ήταν σαν να το είχα χάσει ήδη.

Όλα αυτά γίνανε μέσα σε πολύ λίγα λεπτά, έξω εν τούτοις είχανε έρθει τέσσερεις ακόμη συνάδελφοι με δύο περιπολικά, είχανε περικυκλώσει την περιοχή και φωνάζανε τους κουκουλοφόρους να παραδοθούνε, ενώ ταυτόχρονα την ίδια στιγμή, χτυπάει και σπάει την πόρτα ο συνάδελφος που ήταν στο ασανσέρ με άλλους δύο, άρχισαν αμέσως να ρίχνουν προς το μέρος των κακοποιών, οι οποίοι με την κρούση της πόρτας πετάχτηκαν στο διπλανό δωμάτιο.

Έπεσαν πολλοί πυροβολισμοί και από τις δύο μεριές, σηκώθηκα και έβαλα στην αγκαλιά μου τους ανθρώπους του διαμερίσματος ώστε να νιώσουν προστασία, κουρνιάσανε και δεν βγάζανε μιλιά.

Μετά από λίγη ώρα κι αφού κατέβασα σώους τους ανθρώπους οι δράστες συλληφθήκανε. Μετά από λίγες ώρες όλα στην περιοχή είχανε μπει σε μια τάξη. Η ώρα είχε πάει ήδη 1 μετά τα μεσάνυχτα, μπήκα στο αυτοκίνητό μου και πήγα σιωπηλός στο σπίτι, η γυναίκα μου είχε φύγει στη δουλειά της, είχα αργήσει τέσσερεις ώρες να πάω σπίτι απ’ ότι λογικά με περίμεναν από τη δουλειά.

Τα παιδιά κοιμόντουσαν στην γειτόνισσα που έμενε από πάνω μας, μπήκα μέσα στο σπίτι, δεν άναψα τα φώτα, άναψα μόνον ένα τσιγάρο, βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταγα την πόλη γύρω μου.

Όσο καιγόταν το τσιγάρο, που ήταν η μόνη μου συντροφιά εκείνη την ώρα, έβλεπα την πόλη χωρίς να σκέφτομαι και να προσέχω τίποτα, μετά από πολύ ώρα σήκωσα το βλέμμα μου στον νυχτερινό ουρανό, αχνά ολοκλήρωσα στο νου μου ένα γιατί ; με βουρκωμένα μάτια μπήκα στο σπίτι και έπεσα να κοιμηθώ.

Δεν είχα βγάλει εκείνο το βράδυ τη στολή μου κοιμήθηκα με αυτήν, είχα έντονα την αίσθηση πως έτσι δεν θα σταματούσα να δίνω το παρόν μου σε αυτό που ήμουν ταμένος να κάνω. Εκείνο το βράδι η γη και ο ουρανός μου δείξανε το δρόμο, εγώ ήμουν μεταξύ τους, να δίνω, με ζεστή την καρδιά μου, νόημα στη διάσταση της ύπαρξής τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: