ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΘΕΜΑΤΑ ,ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΓΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΕ ΟΤΙ ΠΟΙΟ ΝΕΟ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΔΥΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ.......

“ΣΗΜΕΡΑ, την πέμπτη Ιουνίου* του έτους δύο χιλιάδες… εδώ στη Νεκρούπολη και με θερμοκρασία 45 βαθμούς Κελσίου στη σκιά, συνέρχεται το έκτακτο μεικτό κακουργιοδικείο εγκλημάτων περιβάλλοντος της πόλης μας, προκειμένου να εκδικάσει τις αγωγές που υπέβαλαν κατ’ “αγνώστων”, ένας τσαλαπετεινός και δυο σκουλήκια.

Ο τσαλαπετεινός, γιατί τρώγοντας δυο σκουλήκια δηλητηριάστηκε και σε λίγο πέθανε, και τα δυο σκουλήκια γιατί δηλητηριάστηκαν και σε λίγο πέθαναν κι αυτά, αφού προηγουμένως είχαν φάει από πεθαμένο τσαλαπετεινό.

Η τοξικολογική και ραδιοϊσοτοπική εξέταση των σπλάχνων και των οστών τους, που διενεργήθηκε στο εργαστήριο της Ραδιοϊσοτοπικής και Τοξικολογικής Μελέτης και Έρευνας του Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου της Νεκρούπολης, έδειξε σωρεία από τοξικές και δηλητηριώδεις ουσίες του θείου, του χλωρίου, του αζώτου, του αρσενικού, του φωσφόρου, του μολύβδου, του υδραργύρου, του αντιμονίου και άλλων στοιχείων, σε πολλαπλάσια υψηλές τιμές των επιτρεπομένων ορίων, ενώ συγχρόνως ανιχνεύθηκε και πληθώρα ραδιενεργών καταλοίπων (καίσιο, ιώδιο, πλουτώνιο, ράδιο, στρόνδιο, ουράνιο) στα ίδια υψηλά επίπεδα”.

Αν και η είδηση των δυο θανάτων, σαν καθημερινό και συνηθισμένο γεγονός περνώντας στα ψιλά δεν ενόχλησε κανένα(!), όμως ο καθηγητής που υπέγραφε την εξέταση κλείστηκε στο Ψυχιατρικό Νοσηλευτικό Ίδρυμα της Νεκρούπολης, με τη σύμφωνη γνώμη δυο κορυφαίων ψυχιάτρων(!) που μετακλήθηκαν εσπευσμένα απ’ το εξωτερικό, με πρωτοβουλία και έξοδα της κυβέρνησης.

Ο ένας του πανεπιστημίου του Βερολίνου και ο άλλος της Βοστώνης, γιατί η φιλοκυβερνητική εφημερίδα ΄΄ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ΄΄ σχολιάζοντας το πόρισμα της εξέτασης, κατέληγε: ΄΄…Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες μας, η ψυχική υγεία του εν λόγω κυρίου καθηγητού τελευταία εμφανίζει ορισμένα σοβαρά προβλήματα”!.. Και καθώς μετά από λίγο αποφασίστηκε η μεταφορά του στο Ειδικό Κέντρο Θεραπείας και Αποκατάστασης στην Αντιφρονούπολη, από τότε αγνοείται η τύχη του…

Η σύνθεση του δικαστηρίου καθορίστηκε μετά από διαβουλεύσεις και ομόφωνη απόφαση όσων απέμειναν ακόμη ζωντανοί στη Νεκρούπολη [μονόφθαλμοι γίγαντες, δικέφαλοι νάνοι, εικοσάκλωνοι κ.π. (κατά παραγγελία), τριαντάκλωνοι κ.π., εκατόκλωνοι κ.π., σωληνάνθρωποι κ.π., ηλεκτράνθρωποι κ.π., ρομποτάνθρωποι κ.π., παρανοϊκοί, παιδιά με φωκομελίες και υδροκέφαλο, κ.τ.λ., κ.τ.λ.], εφόσον μέχρι σήμερα κανείς από τους λεγόμενους σοφούς, λόγιους και δυνατούς, δεν τόλμησε ή δεν διανοήθηκε(!) κάτι τέτοιο και έχει ως εξής:

Πρόεδρος: Η Κουκουβάγια (με κατεστραμμένο το ένα της μάτι, με ύποπτη διόγκωση στο θυρεοειδή, και με τα πούπουλά της μισά και μαδημένα).

Δικαστές: Η Μεσόγειος (με βαριά ανάσα και στα τελευταία της), ο Αμαζόνιος (κουρελής, κουνιστός και θηλυπρεπής), η Χιροσίμα (το φάντασμά της), και το Τσερνόμπιλ (με βαριές αναπηρίες πνιγμένο στη ραδιενεργό στάχτη).

Στην εισαγγελική έδρα: Το Αηδόνι (με μόνιμα βραχνιασμένη τη φωνή του από πολύποδες στο λάρυγγα και κατάχλωμο).

Ένορκοι: Πόλεις, Θάλασσες, Ποταμοί, Πουλιά, Ζώα, Δάση, Λουλούδια (όλοι τους τρισάθλιοι και αγνώριστοι).

Κατήγορος: Ο πλανήτης Γη, σα μητέρα όλων των θυμάτων (άρρωστη με υψηλό πυρετό και καταλαβωμένη, στα πρόθυρα της καταστροφής).

Κατηγορούμενοι: Αναφέρονται στο πινάκιο ονομαστικά.

Το ανακριτικό έργο ανατέθηκε στην Αλεπού (με τα δόντια της μισά, αδύνατη, με τσίμπλες στα μάτια, τη γούνα της γεμάτη με γυροειδή ελλείμματα και την κοιλιά της στο μήνα της).

Τα Λιοντάρια (άλλα με πρισμένες αρθρώσεις και κουτσά, άλλα με ατροφική και αραιή τη χαίτη τους και άλλα με ένα βαθύ και ασταμάτητο βήχα) ανέλαβαν την φύλαξη της πόλης, γιατί σα μαθεύτηκε το “νέο”, Τσακάλια, Λύκοι, Ύαινες, Γύπες, Μαυροκόρακες και άλλα συγγενή προς αυτά “ευγενή” της φύσης πλάσματα, έκαναν αμέσως απειλητική την εμφάνισή τους, στέλνοντας το καθένα το δικό του “μήνυμα” προς κάθε κατεύθυνση.
Μέρα και νύχτα, Κάργιες, Κουρούνες και Καρακάξες, πολιορκούσαν την κυρία ανακρίτρια απειλώντας την με κρωξήματα γεμάτα λύσσα γύρω απ’ τη φωλιά της, που μόνο στη θέα των λιονταριών το έβαζαν στα πόδια, γυρνώντας άπραχτες πίσω στο σκυλολόι των αφεντικών τους.

Με τον τερματισμό του ανακριτικού έργου, ο φάκελλος υπόθεση: “ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ”, με ολόκληρη τη δικογραφία υποβλήθηκε στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος με τη σειρά του άσκησε ποινική δίωξη “κατά παντός υπευθύνου”, σύμφωνα με το πόρισμα της ανάκρισης.

Μόνο που η καημένη η κυρία ανακρίτρια, μετά την πρώτη έξοδό της για αναζήτηση τροφής από την ολοκλήρωση του ανακριτικού της έργου, δεν ξαναγύρισε ποτέ στη Νεκρούπολη, μη δίνοντας από τότε κανένα σημείο ζωής…

Το μυστήριο το έλυσαν λίγες μέρες αργότερα κάτι λιανοπούλια (που δεν έχασαν κι αυτά την ευκαιρία να φτιάξουν με τη μαλακή τρίχα της τις ζεστές και αφράτες φωλιές τους), φέρνοντας το μαντάτο πως την βρήκαν πεθαμένη σ’ ένα πέρασμα με το δόκανο στο πόδι, με σκισμένη την κοιλιά και σκορπισμένα γύρω-τριγύρω μαζί με τα σπλάχνα της και τα τρία μωρά της, μεζέδες στα νύχια, στα ράμφη και στους κυνόδοντες κάτι ακόρεστων και παμφάγων τεράτων!…
Σταυροκοπιόταν όσοι άκουγαν αυτό το απίστευτο.

Κι ένας απόμαχος σακάτης Γερολαγός, που ήξερε απ’ αυτά, σαν το άκουσε γονάτισε, κατέβασε το κεφάλι, και με το μέτωπο ακουμπισμένο στη γη ψιθύρισε: “Κάνε Θεέ μου να πάψουν να υπάρχουν πια νύχια, δόντια και ράμφη!”…

Μα πριν ακόμη συνέλθει καλά-καλά αποχαμένος στα πολυπλόκαμα διάσελα της θλίψης, της προσευχής και της ελπίδας, άκουσε δίπλα του μια γνωστή φωνή κυματιστή και μακρόσυρτη, ένα “μπεεε”, να του απαντάει: “Αμήν”.

Ήταν η φωνή μιας Προβατίνας, που την ώρα εκείνη θήλαζε τα δυο μικρά της στους στερεμένους από γάλα μαστούς της λόγω της ξηρασίας.

Η ΕΙΔΗΣΗ ΑΥΤΗΣ της δίκης δεν ήταν μόνο απ’ τις πρώτες όλων των ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης ολόκληρης της γης, αλλά μεταδιδόταν συγχρόνως και από τα κανάλια Δίας-TV, TV-Αφροδίτη και Κρόνος-Radio TV, σε αναλυτικά και εκτεταμένα ρεπορτάζ των έκτακτων απεσταλμένων συνεργατών τους στη Γη.

Για τη μέρα αυτή προκηρύχθηκε, επίσης, γενική απεργία όλων των εργατικών συνδικάτων και των υπηρεσιών του δημοσίου, καθώς και του συνδικάτου των ρομπότ. Μόνο οι εργαζόμενοι στα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν θα συμμετείχαν, κι αυτό για λόγους συμπαράστασης και διευκόλυνσης στη μετακίνηση όλων όσων θα επιθυμούσαν να παρευρεθούν σ’ αυτή τη δίκη.

Ως αίθουσα του δικαστηρίου επιλέχθηκε ο χώρος ενός μεσαιωνικού εγκαταλειμμένου κάστρου που βρισκόταν στο μυχό του κόλπου της Νεκρούπολης, αφού προηγουμένως διαμορφώθηκε κατάλληλα για τις ανάγκες της δίκης.

Το κάστρο αυτό, χτισμένο πάνω στο κύμα απ’ το μεσαίωνα και ταγμένο να προασπίζει την πόλη του, την τότε Ανθούπολη, με τα παλικάρια του, παλικάρι κι αυτό μαζί τους, ξεχασμένο τώρα πια και βρωμισμένο με λάδια και πετρέλαια μέχρι τα μισά του, στέκει και αναπολεί τις ένδοξες εκείνες μέρες, που ανίκητο περιφρουρούσε ιδέες και ιδανικά χωρίς υστερόβουλες σκέψεις, μα από καθήκον ιερό και επιτακτική ανάγκη, μη διστάζοντας να βάψει τις πολεμίστριες του κόκκινες με το αίμα των υπερασπιστών του, σαν έτσι έπρεπε να κάνει.
Αυτά για το μεσαίωνα.

Όμως, του ‘μελλε του άμοιρου να το βρει ο “πολιτισμός” του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα, για να του σκοτώσουν ό,τι πιο πολύτιμο είχε: Τη μεγάλη και μοναδική του αγάπη, που χρόνια τώρα το φιλούσε και το χάιδευε παίζοντας μαζί του τα χίλια ερωτικά της παιχνίδια. Τη Θάλασσα…

Τη γλυκιά, την ήρεμη, την άγρια, την μπαμπέσα, όμως την πάντα αγαπημένη. Και όχι μόνο απ’ αυτό, αλλά από ‘μένα, από ‘σένα, απ’ όλους, μια και όλοι μας βγήκαμε από τα σπλάχνα της, μια και όλοι μας είμαστε παιδιά της. Την τότε πράσινη, γαλαζοπράσινη, γαλάζια, τη γεμάτη ζωή Θάλασσα… Τότε, που Γλάροι και Γλαρόνια βουτούσαν συνεχώς στα νερά της, άλλοτε παίζοντας και άλλοτε πλούσια τσιμπολογώντας…

Τότε, που οι ψαράδες δεν προλάβαιναν να ρίξουν το δίχτυ και στη στιγμή το τραβούσαν φορτωμένο με το χρυσό πλούτο της… Με τις Καβουρομάνες στους καθημερινούς νωχελικούς περίπατους με τα μικρά τους, με τα εκατομμύρια ψυχούλες των κοπαδιών του Γόνου στα ρηχά σ’ ένα ατέλειωτο παιχνίδι ασκήσεων ακριβείας σαν καλογυρισμένοι φαντάροι, και κάθε καλοκαίρι στην αμμουδιά της να ξεχειλίζει η χαρά, η ζωή, τα παιχνίδια στο σκάσιμο του κύματος και με τον Ήλιο φίλο κι αδελφό.

Τώρα, κι αυτή η δόλια νεκρή. Φύγαν, όσα δεν πέθαναν, τα Γλαρόνια και οι Κορμοράνοι της. Το ίδιο κι οι Καβουρομάνες με τα μικρά τους.

Οι πλούσιες χρυσαφένιες διχτυές αποτελούν πια ονειρικό παρελθόν. Βρώμικη και εγκαταλειμμένη, σε ώρες που κλαίει, σε κάνει να νιώθεις, να ακούς και να αισθάνεσαι το μόνιμο παράπονό της, αρκεί για λίγο και μόνο δίπλα της να σταθείς: “Γιατί!”…

Και σαν η ντροπή και η αναλγησία δεν σου περισσεύουν, γυρνάς την πλάτη και φεύγεις σφυρίζοντας τάχα αδιάφορα, θαρρώντας, ηλίθιε, πως γι’ αυτό σου το έγκλημα δεν θα πληρώσεις ποτέ! Αν όμως, πάλι, την τιμωρία που σε περιμένει αναλογιστείς, τότε το λιγότερο που έχεις να προσφέρεις είναι το “παρών” σου σε ένα τέτοιο κακουργιοδικείο εγκλημάτων κατά της φύσης, με σφιχτά κρατημένη και στα δυο σου χέρια μια μαύρη σημαία, όσο ψηλά…

ΑΠ’ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ και με το “Καλημέρα σας”, τα 8959 ραδιόφωνα και οι 678 τηλεοπτικοί σταθμοί όλης της χώρας, εκτός απ’ τη μονοπώληση της είδησης, ξεσήκωναν και όλο τον κόσμο, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, να κατεβούν στο κάστρο.

Και όπως η ανταπόκριση σ’ αυτό το κάλεσμα ήταν καθολική, απ’ τα πρώτα κιόλας δρομολόγια των ηλεκτρικών σιδηροδρόμων όλης της χώρας, φάνηκε το τι θα επακολουθούσε. Όλα τα βαγόνια, όλων των συρμών, απ’ την πέμπτη υπόγεια γραμμή, μέχρι την τρίτη εναέρια, ξεκινούσαν γεμάτα ασφυχτικά.

Τα ελικόπτερα-TAXI, αστικά και υπεραστικά, πηγαινοέρχονταν συνέχεια. Μάνες με τα δίδυμα στις κοιλιές και πατέρες με τα μωρά στους ώμους. Πεζοπόροι και εποχούμενοι. Νήπια, αιωνόβιοι και ανάπηροι, όλοι προς μια κατεύθυνση: Προς ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ! Που μέσα σε λίγες ώρες, και καρφίτσα να έριχνες δεν θα έπεφτε.

Τα πουλιά και τα ζώα, στο μεταξύ, από το προηγούμενο βράδυ είχαν κάνει κατάληψη ολόκληρης της φαλακρής λοφοπλαγιάς, που στη βάση της φιλοξενούσε το κάστρο, ενώ τα βουρκόνερα της παραλίας ξαναγέμισαν και πάλι με ζωή, με τις χιλιάδες των ανθρώπων του μόχθου της θάλασσας να καταφθάνουν συνέχεια απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Με βάρκες, με γρι-γρι, με μαούνες, με σκούνες, με τράτες, με βρατσέρες, όμως όλοι με υψωμένη τη μαύρη σημαία στην πλώρη, στην πρύμη, στο άλμπουρο, στα χέρια.

Δελφίνια, Φάλαινες, Καρχαρίες, Σπάροι, Μαρίδες, Γόπες και Αθερίνα, Οχταπόδια, Σουπιές και Καλαμάρια, όλα μαζί, άλλα στα ανοιχτά και άλλα στα ρηχά, είχαν πιάσει το καθένα τους το δικό του πόστο περιφρούρησης, γιατί είχαν φτάσει, στο μεταξύ, κάτι πληροφορίες, πως τις μέρες της δίκης θα έκαναν την επίσκεψή τους στον κόλπο κάτι πετρελαιοφόρα, που βρωμίζοντας τη θάλασσα με τα λύματά τους, απ’ τη μια, και με την μπουρού τους να μουγκρίζει συνέχεια, απ’ την άλλη, θα επιδίωκαν τη διάλυση της συγκέντρωσης και την οριστική διακοπή της δίκης.

Την προστασία απ’ τον αέρα την ανέλαβαν οι Γλάροι, οι Κορμοράνοι, τα Χελιδόνια, τα Περιστέρια, τα Τρυγόνια, οι Κορυδαλλοί και κάθε είδους Στρουθίο, εφοδιασμένα όλα τους με το τελευταίας τεχνολογίας σούπερ αυτόματο ηλεκτρονικό σύστημα συναγερμού για την επικοινωνία τους με την βάση της αντιπυραυλικής άμυνας, γιατί κάτι σχόλια του καναλιού ARIS-TV, δεν ήταν και τόσο… ενθουσιώδη για το στήσιμο αυτής της δίκης.

Από νωρίς το πρωί, συνεργεία τηλεοράσεων και ραδιοφώνων, γιγαντοκάμερες, δημοσιογράφοι και ανταποκριτές, όλοι και όλα βρισκόταν στις θέσεις τους και σε πλήρη ετοιμότητα, για τη μετάδοση της δίκης σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς σε λίγο θα άρχιζε “η δίκη του αιώνα”, όπως την είχαν βαφτίσει.

ΜΠΟΡΕΙ Ο ΚΑΛΟΣ ΘΕΟΣ να φρόντισε να μας εφοδιάσει με τον ήλιο για τις καθημερινές μας ανάγκες για ζωή, όμως “μερικοί” φρόντισαν αυτές οι ζωογόνες ακτίνες να μην φτάνουν πάντοτε ανεμπόδιστα μέχρι τη γη, προσκρούοντας στα σωματίδια της αιθάλης, της ντροπής, του κέρδους και του θανάτου.

Με μόνη εξαίρεση, βέβαια, την ελεύθερη και ανεμπόδιστη είσοδό τους απ’ όλα τα σημεία της οζονόσφαιρας-κουρελούς, για όσους τρέφουν ιδιαίτερη συμπάθεια και αδυναμία στην υπεριώδη ακτινοβολία προκειμένου να διατηρήσουν ελκυστική τη μελαψή τους επιδερμίδα!

Μπορεί τα δάση -όσα ακόμη απέμειναν- να κάνουν το παν για να στείλουν τον φρέσκο και καθαρό τους αέρα στις πολυ-άνθρωπες κι απάνθρωπες πόλεις, όμως “μερικοί” φρόντισαν και πάλι, και τα κατάφεραν(!), ώστε η συμμετοχή αυτού του ζωογόνου στοιχείου να περιορίζεται όλο και περισσότερο στο θανάσιμο κοκτέιλ των κάθε είδους δηλητηριωδών οξειδίων της “ανάπτυξης” και του “πολιτισμού”, που πνίγουν την ατμόσφαιρα και υποθηκεύουν την υγεία της επόμενης μέρας.

Έτσι είχε ξημερώσει και το ιστορικό εκείνο πρωινό της πέμπτης Ιουνίου του έτους δυο χιλιάδες… Με έναν ήλιο, που αντί για ζεστός, λαμπρός και υγιεινός να ανοίγει την αγκαλιά του διάπλατα σε όλους, να μην του επιτρέπεται να χαμογελάσει στα μάτια, στις ψυχές και στις καρδιές των ανθρώπων, των ζώων και της πλάσης ολόκληρης, καθώς προσκρούοντας επάνω στους ρύπους του θανατηφόρου νέφους, με δυσκολία να διακρίνεται χλωμός, αδύναμος και άρρωστος, αφήνοντας πίσω του μια πνιγηρή και νοσογόνο μόνο υπερθέρμανση στην αγκαλιά της μουντής άπνοιας, και με τον αέρα να βρωμοκοπάει καυσαέριο και τσιμινιέρα.

Δεν άργησε, και ήταν επόμενο, να κάνει θριαμβευτική την εμφάνισή του και το τσούξιμο στα μάτια με φαγούρα και δάκρυα κατακοκκινίζοντάς τα, σε μεγάλη ικανοποίηση του ταμείου των χαρτοβιομηχάνων. Και βέβαια, δεν χρωστούσε σε τίποτε να χαριστεί της απουσίας του και ο βασανιστικός κι επίμονος ερεθιστικός βήχας, που άλλοι τον αντιμετώπιζαν με χαπάκι, άλλοι με σιρόπι και άλλοι, στις σοβαρότερες περιπτώσεις, με εισπνοές κορτιζόνης.

Τα πρώτα μαύρα μαντάτα αυτής της κατάστασης άρχισαν να καταφθάνουν ανησυχητικά απ’ τη λοφοπλαγιά και γύρω, καθώς κατά σωρούς είχαν αρχίσει ν’ αφήνουν την τελευταία πνοή τους Καναρίνια, Καρδερίνες, Κοκκινολαίμηδες, Σουσουράδες και ένα σωρό άλλα ευαίσθητα πουλιά στα δηλητήρια, σαν εκ προοιμίου αδιάψευστοι μάρτυρες κατηγορίας αυτής της δίκης, ενώ όλο και περίσσευαν τα ουρλιαχτά των ασθενοφόρων, που με μεγάλη προσπάθεια κατάφερναν να ανταποκρίνονται στις συνεχείς κλίσεις για τη μεταφορά των έκτακτων περιστατικών στα νοσοκομεία.

Πάντως, και παρ’ ολ’ αυτά, αν πρόσεχε κανείς έστω και για λίγο, τα θλιμμένα πρόσωπα όλων αυτών των ανθρώπων που είχαν μαζευτεί μέσα και γύρω απ’ το δικαστήριο, τότε δυο πράματα θα μπορούσε να διαβάσει αβίαστα και ολοκάθαρα: Τη θλίψη του σήμερα, και την αγωνία του αύριο.

Και με το δίκιο τους. Με όλο τους το δίκαιο, ύστερα μάλιστα από τόσα χρόνια περιφρόνησης, εγκατάλειψης, εξαθλίωσης, οργής, εμπαιγμού και αγανάκτησης.

Πρόσωπα όμως, τα οποία σε λίγο έχασαν και την επικοινωνία μεταξύ τους:
“Προσοχή, προσοχή”, ακούστηκε μια φωνή με αγωνία απ’ τα μεγάφωνα. “Επειδή οι ρύποι και τα δηλητήρια της ατμόσφαιρας έχουν αυξηθεί σε επικίνδυνα για τη ζωή όρια, παρακαλούμε φορέσετε αμέσως όλοι σας τις ειδικές προστατευτικές μάσκες”…

Και τότε, αυτό το τραγικό συνέβη: Ξαφνικά, ένα πολύβουο και ζωηρό πλήθος ανθρώπων της γης μετατράπηκε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα σε ένα νεκρικά άφωνο εξωκοσμικό τοπίο, με την τραγικά αποκρουστική ομοιομορφία όλων.

Την ομοιομορφία της μαύρης μάσκας. Με την προβοσκίδα, με τις αντανακλάσεις των τζαμιών στα μάτια, με την ανασηκωμένη κεραία του μικροπομπού και με τα ακουστικά στ’ αυτιά… Φρίκη!

(Διευκρινιστική “λεπτομέρεια”: Οι μάσκες αυτές ήταν βιομηχανικά προϊόντα ενός εργοστασίου, το οποίο αν και επανειλημμένα είχε καταγγελθεί απ’ όλα τα περιβαλλοντικά σωματεία πως από χρόνια ρύπαινε και μόλυνε το περιβάλλον, φιγουράροντας σταθερά στις πρώτες θέσεις ως ρυπογόνος εστία, όμως ποτέ και κανείς δεν τόλμησε να του επιβάλει έστω και την παραμικρή χρηματική ποινή, έτσι, για τα προσχήματα και για το θεαθήναι, για τον απλούστατο και μόνο λόγο, διότι κύριος μέτοχος και πρόεδρός του ήταν μέγας οικονομικός παράγων του τόπου, απ’ αυτούς που νομοθετούν, που διορίζουν και παύουν υπουργούς, που ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις!).

ΣΤΟ ΠΙΝΑΚΙΟ ΠΟΥ ΕΙΧΕ αναρτηθεί από νωρίς, ήταν γραμμένα πολλά και βαρύγδουπα ονόματα. Ονόματα αρχηγών κρατών, πρωθυπουργών, υπουργών, οικονομικών trast σκοτεινών συμφερόντων, παράνομων υπηρεσιών, μέχρι και μιας ολόκληρης ηπείρου.

Και ήταν τόσος ο φόβος που αντανακλούσε αυτό το άψυχο αντικείμενο, αυτό το ευτελές χαρτί, ώστε όσοι το πλησίαζαν ανυποψίαστοι και με την πρώτη ματιά, κουνώντας μόνο το κεφάλι τους, κι εκείνο πολύ διακριτικά, φρόντιζαν να απομακρυνθούν το γρηγορότερο από κοντά του σιωπηλοί και φοβισμένοι.

Πότε-πότε, μόνο, έκανε την εμφάνισή του κανένας “αγανακτισμένος πολίτης”, που προκαλώντας με διάφορους τρόπους και τεχνάσματα όσους αφελείς τον πίστευαν, τους παρέσυρε να ανοίξουν το στόμα και την καρδιά τους. Κι αυτό, ίσα που να δίνουν την ευκαιρία σε κάτι άλλα σκυλόμορφα “παιδάκια” στον απέναντι τοίχο, καμουφλαρισμένα πίσω από μεγάλα σκούρα γυαλιά και τη ρεμπούπλικα κατεβασμένη μέχρι τη μύτη, κάτι μίσθαρνα όργανα, να βγάζουν τα μπλοκάκια απ’ τις πίσω τσέπες των πανταλονιών τους και να σημειώνουν “ορισμένα πράματα” όπως αυτοί ήξεραν, δικαιολογώντας έτσι πανάξια το χοντρό ρουφιανοκάματό τους…

Κι ενώ η αίθουσα του δικαστηρίου, αλλά και όλοι οι γύρω χώροι, απ’ την παραλία μέχρι την κορυφή του λόφου είχαν γεμίσει ασφυκτικά από κόσμο, ωστόσο ανάκατα κυριαρχούσαν τα αισθήματα της αγωνίας, του φόβου και της αβεβαιότητας στις καρδιές όλων για την έκβαση αυτής της δίκης, πνίγοντας ο καθένας τον τρελό χορό της καρδιάς του στα βάθη της σιωπής, κι ας τον ένιωθε ασίγαστο από ώρα.

Τα στόματα ξερά, τα χέρια κρύα και ιδρωμένα, η ανάσα όλο πιο κοντή και γρήγορη, και να μη λέει να φτάσει η στιγμή που θα άνοιγε, επιτέλους, η πίσω πόρτα στην πλάτη της δικαστικής έδρας για να μπει το δικαστήριο.

Και μέσα σ’ όλ’ αυτά, κι ένα γουρούνι χοντρόσβερκο με τ’ ακουστικά καρφωμένα συνέχεια στ’ αυτιά, ήρεμο και απαθές, να επαναλαμβάνει κάθε τόσο την ίδια ακριβώς στερεότυπη κίνηση: Να χώνει, δηλαδή, μέσα στη μούρη του και μπροστά στα μυωπικά του μάτια το ωρολόι του, προσέχοντας με σχολαστικότητα τι ώρα είναι.

Και όσο περνούσε η ώρα, τόσο και πιο συχνά επαναλάμβανε την ίδια ακριβώς κίνηση μετρώντας, θα έλεγε κανείς, και το τελευταίο ακόμη λεπτό.

Ώσπου σε κάποια στιγμή, κι ενώ η ώρα έναρξης της συνεδρίασης του δικαστηρίου πλησίαζε στο μηδέν, έριξε την “πληροφορία”: “Αγέλες λύκων και τσακαλιών έχουν κάνει την εμφάνισή τους έξω απ’ τη Νεκρούπολη. Τρέξτε όλοι αμέσως για την αντιμετώπιση της δύσκολης κατάστασης διότι…’’.

Η “πληροφορία” δεν άργησε να κάνει το γύρο του ακροατηρίου σπέρνοντας την ανησυχία και το μικροπανικό. Μα ώσπου να αποφασίσει ο καθένας, μέσα στη γενικότερη αναταραχή, τι έπρεπε να κάνει και τι όχι, να και ανοίγει, επιτέλους, η ευλογημένη πόρτα, κάνοντας συγχρόνως θριαμβευτική την εμφάνισή του ολόκληρο το δικαστήριο.

Πρόεδρος, δικαστές, εισαγγελέας και ένορκοι, την ώρα που ο προβοκάτορας ήταν έτοιμος να δοξαστεί για άλλη μια φορά! (Έχω αποφασίσει να μην κάνω καμιά οικονομία στα θαυμαστικά μου για δυο λόγους: Ο πρώτος είναι για να μην αδικήσω σε καμιά περίπτωση το θαυμαστό κόσμο που ζω κάθε φορά που αναφέρομαι σ’ αυτόν, και ο δεύτερος, για να μπορώ να τα απολαμβάνω όσο ακόμη παραμένουν αφορολόγητα!).

Πρώτη ανέβηκε στην έδρα η κυρία πρόεδρος, η Κουκουβάγια. Με άσπρη περούκα εποχής Λουδοβίκου του ΙΣΤ΄ για να της κρύβει το μισόγυμνο κεφάλι, κειμήλιο απ’ τον προπάππο της γιαγιάς της, που κι αυτός την κληρονόμησε απ’ την προγιαγιά του σα λάφυρο της Γαλλικής επανάστασης, βρίσκοντάς τη σε μια εγκαταλειμμένη φωλιά με τα πάμπολλα κολλημένα και αποξηραμένα “παράσημα” της αμάρας, τόσων και τόσων γενεών που ευτύχησαν να επωασθούν και να ανδρωθούν επάνω στις μπούκλες της.

Με τήβεννο, τριμμένη και ξεθωριασμένη απ’ το στοκ εμπόρευμα του παλιατζή της πόλης, για να καλύπτει την υπόλοιπη αθλιότητά της, με ένα ζευγάρι ξώμαχες γόβες με μισοφαγωμένο το τακούνι, ενώ την όλη ενδυματολογική της εμφάνιση και παρουσία συμπλήρωνε ένας χοντρός πρεσβυωπικός φακός στο γερό της μάτι, σε μαύρο σκελετό από βακελίτη, κληρονομιά μακρινού συγγενούς της.

Ακολούθησαν στην έδρα οι δικαστές. Η Μεσόγειος, με ένα λιγδιασμένο και κατάμαυρο καφτάνι που βρωμοκοπούσε λύματα, πετρέλαιο και υδρόθειο. Ο Αμαζόνιος, με κάτι φύλλα και ξερόκλαδα απ’ όσα του είχαν απομείνει, προσπαθώντας να σκεπάσει τη γύμνια του.

Το φάντασμα της Χιροσίμα, με μαύρο κιμονό και με την ημερομηνία 6/8/1945 γραμμένη στο στήθος και στη ράχη με λευκά στοιχεία μέσα σε λευκό κύκλο, και το Τσερνόμπιλ, με ελαφίσιο καμένο τομάρι και πυρόξανθη φενάκη με χερουβικές μπούκλες, τραγική κληρονομιά του μικρού Γιούρι Ιβάνοβιτς Μιχαήλωφ, ετών δώδεκα, του πρώτου θύματος του πυρηνικού ολέθρου.

Στη συνέχεια ο εισαγγελέας, με χιτώνα προχειροφτιαγμένο από καφεκίτρινα μισοκαμένα πλατανόφυλλα και, τέλος, οι ένορκοι, ο καθένας με τα “καλά” του. Δηλαδή με ό,τι τους είχε απομείνει όσο για να μην αποκαλύπτεται η τραγωδία τους, ή μάλλον με ό,τι είχε ξεφύγει απ’ την καταστροφική μανία των κακούργων.

Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η εμφάνιση της κατηγόρου Γης, περιτυλιγμένη σε ένα ημιδιαφανές γκριζόμαυρο και θερμοπροστατευτικό περίβλημα, γεμάτο με θεόρατες τρύπες και με τα μάτια της να γυαλίζουν απ’ τον πυρετό.

Στις θέσεις τους από ώρα και οι κατηγορούμενοι, ο καθένας με την υπεράσπισή του. Άνθρωποι(;) με πρόσωπα σκληρά, ανέκφραστα και ανάλγητα. Άνθρωποι(;) της ακόρεστης δίψας για πλούτο.

Άνθρωποι(;) της κτηνώδους και ακατανίκητης επιθυμίας της κατίσχυσης των πάντων. Άνθρωποι(;) γαλουχημένοι και σφιχτά αιχμαλωτισμένοι στο μανδύα της ανασφάλειας, θιασώτες του δόγματος “εν τη ρομφαία μου ζήσομαι”, ικανοί για όλα.
Άνθρωποι(;) του δίκαιου της ζούγκλας, προγάστορες και χοιροτράχηλοι, άνθρωποι-τέρατα με υψηλά συνήθως αξιώματα ή ανάλογες προσβάσεις σε ισχυρά αφεντικά-προστάτες, με το αζημίωτο φυσικά, εγκληματίες, διεστραμένοι και διεφθαρμένοι μέχρι το κόκαλο μα και ηλίθιοι συγχρόνως.

Μ' αφού ποτέ τους δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ή υστερικά αρνήθηκαν να δεχτούν, το γνωστότερο και απλούστερο απ’ όλα αναπόφευκτο και βέβαιο γεγονός: Πως κανένα σάβανο, είτε προκατασκευασμένο από ευτελή χασέ, είτε πολυτελέστατο κατά παραγγελία στα μέτρα τους από γνήσιο κινέζικο μετάξι και χρυσοκέντητο με πανάκριβα στολίδια, με προδιαγραφές για τσέπες δεν υπήρξε, μα κι ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ.

ΕΤΣΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΜΕ ΟΛΑ τα μάτια καρφωμένα στην έδρα και ησυχία νεκροταφείου:
─Άρχεται η συνεδρίασις, ακούστηκε ευθύς αμέσως απ’ τη βραχνή φωνή της κυρίας προέδρου, πατώντας συγχρόνως και το κουμπί της εντολής για την κάρτα της δικογραφίας στον κομπιούτερ.

Πρόθυμος όπως πάντοτε ο Η/Υ στην εκτέλεση των καθηκόντων του, σε λίγα δευτερόλεπτα παρουσίασε την κάρτα σε όλους, μέσα κι έξω απ’ το δικαστήριο. Γέμισαν οι γιγαντο-οθόνες. Σελίδες, 159834542!

Κι αμέσως μετά, στα γρήγορα, εντολή δεύτερη για την κάρτα των ονομάτων κατηγόρου και κατηγορουμένων, με τη φωνή της να απλώνεται παντού:

─Να προσέλθει η κατήγορος, Πλανήτης Γη.

─Παρούσα, ακούστηκε μια ασθενική φωνή δίπλα στο δικαστήριο, ενώ ένα παρανάλωμα ανθρώπινης επιθετικής μανίας και καταστροφικού διαμελισμού έκανε συγχρόνως την εμφάνισή του, με βήμα βαρύ και δύσκολο.

─Είσθε η κατήγορος Πλανήτης Γη;

─Μάλιστα, κυρία πρόεδρος.

─Ορίστε, σας ακούμε. Τι έχετε να μας πείτε;

─Θα αποφύγω τις χίλιες λέξεις, κατά τη σοφή ξένη παροιμία, κυρία πρόεδρος, απαλλάσσοντας το σεβαστό σας δικαστήριο του περιττού κόπου να με ακούει για πολλή ώρα, παρά την πεποίθησή μου για την καλοσύνη και την ανεκτικότητα που το διακρίνει.

Και αντί των λέξεων, θα παρακαλούσα πολύ να μην ξεφύγει της προσοχής σας ούτε και η παραμικρή ακόμη λεπτομέρεια, αν είναι δυνατόν, της τρισάθλιας, καθώς διαπιστώνετε εξ αρχής, κατάστασής μου, με το επιπλέον γεγονός των τεσσάρων βαθμών θερμοκρασίας πάνω απ’ το φυσιολογικό το οποίο από χρόνια με φθείρει και με αφυδατώνει καθημερινά όλο και περισσότερο.

Αυτά καταθέτω ενώπιόν σας ως ενάγουσα, στρεφόμενη συγχρόνως κατά παντός υπευθύνου ζητώντας την παραδειγματική του τιμωρία.

─Μάλιστα… Τελειώσατε;

─Ναι. Τελείωσα κυρία πρόεδρος.

─Παρακαλώ, καθίστε. Ερωτήσεις;… Όχι;… Η συνεδρίαση έλαβε τέλος!!

Αθώοι οι κατηγορούμενοι!!!! Η Πλανήτης Γη στην φυλακή. Ισόβια!!!!!!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: